Η ανηφόρα προς το χωριό Venzolasca είναι τυπικής κορσικανικής ομορφιάς. Καταπράσινες καστανιές, σκιερές συκιές, και τα χαρακτηριστικά πανύψηλα πεύκα της περιοχής, στολίζουν περιμετρικά το στενό δρομάκι. 3,5 μόλις χιλιόμετρα από τον κεντρικό Ν198 που συνδέει τη Bastia με το Portovecchio και το Bonifaccio (δηλαδή εννώνει τη Β.Α. και τη Ν.Α. πλευρά του νησιού) και περίπου 30 χιλιόμετρα έξω από τη Bastia και άλλα τόσα από τη δική μας Aleria.
Όπως έμαθα τις προάλλες, η Aleria, όπου περνάω αυτές τις χαλαρές, ανέφελες ημέρες, υπήρξε εκτός από πρώτη και παλαιότερη πρωτεύουσα της Κορσικής, μία ακόμη ανακάλυψη των αρχαίων ελλήνων, οι οποίοι ήρθαν σε αυτόν τον τόπο τον 6ο π.χ. αιώνα και του έδωσαν το όνομα Αλαλία. Πολύ αργότερα κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, οι οποίοι και την μετωνόμασαν σε Αλερία.
Ανηφορίζουμε λοιπόν κατόπιν συστάσεως ντόπιου και άρα ενημερωμένου φίλου (“chao mes amies”), επίσης καλού μάγειρα και ιδιοκτήτη του αγαπημένου μας paiyotte (έτσι ονομάζουν οι ντόπιοι τα beach bar- εστιατόρια του νησιού) και κατόπιν κρατήσεως (“il fault reserver!”). Μετά από λίγη ώρα φτάνουμε σε έναν ολάνθιστο κήπο καταμεσής του βουνού και της ιδιόκτητης φάρμας και καθόμαστε στο ξύλινο τραπεζάκι ρίχνοντας μια πρώτη ματιά στο μενού. Μετράμε τα πιάτα (7 τον αριθμό) και τα δώρα! Προσφέρεται απεριτίφ, κρασί, καφές. Και όλα αυτά με 39€/άτομο.
Ένα νεαρό γκαρσόνι μας υποδέχεται με ένα μπουκάλι σπιτικό μουσκάτ. Ανταλλάσουμε τα πρώτα χαμόγελα, βγάζουμε φωτογραφίες. Σε λίγο ξεκινάει η γευστική παρέλαση των τοπικών σπεσιαλιτέ! Κάθε πιάτο και μία ανακάλυωη, κάθε σερβίρισμα και μία γευστική έκπληξη!
Ξεκινάμε με soupe corse, φρέσκο ζυμωτό ψωμάκι και κόκκινο κρασί. Σούπα μες το καλοκαίρι; Αν σου πω ότι όταν ξεκινήσαμε από το village στις 7:30 το απόγευμα σκουπίζαμε τον ιδρώτα από τα πρόσωπα μας και όταν φτάσαμε στη Venzolasca το θερμόμετρο στο αυτοκίνητο έδειχνε 17 βαθμούς κελσίου, και σκεφτήκαμε μήπως έπρεπε να είχαμε πάρει κανένα μακρυμάνικο να ρίξουμε πάνω μας… η σούπα είναι το καλύτερο ξεκίνημα, πίστεψε με! Διακρίνω κολοκυθάκια, φασόλια, μελιτζάνα, γλυκά κρεμμυδάκια, ρεβίθια, πιπερόριζα, μανιτάρια, πατατούλες. Καθόλου κακό ξεκίνημα. Το κρασί μας θυμίζει την έντονη γεύση που σου αφήνει το κοκκινέλι της Τοσκάνης, χωρίς (ευτυχώς) όμως να βαράει τόσο!
Προχωράμε στα δύο επόμενα πιάτα, την ποικιλία charcutterie corse με τα περίφημα figatelli και κάτι άλλο τοπικό μεταξύ προσούτο και γκασπάτσο, δεν είμαι σίγουρη, και μία χορτόπιττα με τοπικά χορταρικά, πράσο, κολοκύθι, μπρόκολο, μυρτιά (μεταξύ άλλων).
Να κάνω μια παρένθεση για να αναφέρω (το ξέχασα) ότι βρισκόμαστε σε μία από τις πολλές ferme auberge της Κορσικής. Πράγμα που σημαίνει ότι είναι μια εν λειτουργία φάρμα η οποία σερβίρει βραδυνό (αποκλειστικά) το οποίο ως επί το πλείστον αποτελείται από τοπικές σπεσιαλιτέ με αγνά υλικά, που παράγονται στην ίδια την φάρμα. Σημαίνει επίσης ότι η κράτηση είναι αναγκαία προϋπόθεση και ότι οι κρατήσεις γίνονται μεταξύ 19:30-20:30 ούτως ώστε ο επισκέπτης να μπορέσει να απολαύσει σωστά και χωρίς πίεση όλα τα υπέροχα πιάτα που προτείνει και προετοιμάζει για αυτόν ο μάγειρας και σπιτονοικοκύρης. Ενώ λοιπόν απολαμβάνουμε το γεύμα μας, ανακαλύπτοντας βήμα βήμα αρώματα, γεύσεις, μυρωδιές και παραδόσεις της μεσογείου, με επιρροές από τους έλληνες, τους ρωμαίους, τους φράγγους και τους αιγύπτιους, μοιραζόμαστε την εμπειρία μας με τα γύρω τραπέζια, το σκηνικό μοιάζει σαν μια μεγάλη γιορτή σε ένα παραδοσιακό πέτρινο σπίτι με μεγάλο κήπο.
Πολλά λέω όμως και ήρθε η ώρα να συνεχίσω με το μενού. Μοσχαράκι μαγειρεμένο σε σως από ελιές, συνοδευόμενο με τοπικό ζυμαρικό Sacotini. Κι ενώ απολαμβάνουμε το τρυφερό κρέας, και την πλούσια γεύση του χειροποίητου ζυμαρικόυ, ήρθε η ώρα που φοβόμαστε ότι δεν θα μπορέσουμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, που φοβόμαστε πως έπρεπε να είχαμε μείνει 2 μέρες νυστικοί πριν έρθουμε, όμως έρχεται το eau de vie myrthe (και πάλι έχει έρθει το τοπικό myrthe και έχει παίξει με το γαλλικό eau de vie, το οποίο σκωτώνει ως γνωστόν, κάτι σαν το κρητικό τσίπουρο, 70% αλκοόλ, και έχει κάνει πιο ενδιαφέρουσα την περίπτωση θυμίζοντας μας το δικό μας ρακόμελο) να καθαρίσει τις γεύσεις από τον ουρανίσκο, να ισιώσει το φούσκωμα στο στομάχι, να μας προετοιμάσει για τη συνέχεια.
Λαχανικά στο φούρνο με brocciu. Το λαχταριστό πιάτο περιλαμβάνει ντομάτα και κολοκύθι γεμιστό με brocciu. Υπέροχος μεζές. Κάτι σαν τη δική μας φέτα, το brocciu είναι αδύνατο να μην το συναντήσει ο ταξιδιώτης της Κορσικής. Σε κάθε μενού, σε κάθε συνταγή, γλυκιά ή αλμυρή, από μακαρόνια και ομελέτες, μέχρι cheesecake και παραδοσιακές τιγανίτες (beignets au brocciu), από απλά καθημερινά σάντουιτς μέχρι τις πλέον σοφιστικέ συνταγές, το brocciu είναι το μοναδικό τυρί με AOC (Appelation d’ Origine Controlee) πιστωποίηση. Στην κορσική η διάκριση ανάμεσα στο γνήσιο, στο αυθεντικό brocciu και στην απομίμηση (brousse) που παρασκευάζεται από γάλα εισαγωγής παίζει τεράστιο ρόλο. Στην περίπτωση μάλιστα που κάποιο εστιατόριο σερβίρει στους πελάτες του την μη αυθεντική εκδοχή ενώ στον κατάλογο του αναγράφεται το γνήσιο τυρί, το κλείσιμο του εστιατορίου από την αγορανομική αρχή είναι η λογική και επόμενη συνέπεια.
Συνεχίζουμε με αγαπημένο γαλλικό συνδυασμό σπιτικής μαρμελάδας με τυριά. Εδώ σερβίρονται 3 τυριά, 2 κατσικίσια και 1 από αγελαδινό γάλα με μαρμελάδες πεπόνι και σύκο. Επειδή η γράφουσα είναι κυρίως γλυκατζού, και δευτερευόντως φαγητού, η δοκιμή της μαρμελάδας ήταν αναγκαία πρωτού τη συνοδεύσω με ψωμάκι και τυρί. (έχω ήδη αδειάσει ένα βάζο μαρμελάδα σύκο στο village αλλά έπρεπε να διαπιστώσω τη διαφορά αυτής του εμπορίου με τη σπιτική!) Έχω μείνει άφωνη με τη μαρμελάδα πεπόνι, η σύκο είναι ολίγον τι πετιμέζι για τα γούστα μου, αλλά οκ. Ικανοποιημένη, προχωράω στα τυριά. Τα brebis/chevre είναι τόσο ώριμα και αλμυρά και σε τόσο γενναία ποσότητα, που κρυφά μέσα μας ελπίζαμε να είχε μείνει περισσότερος χώρος στο στομάχι μας.
Πλησιάζουμε προς την ολοκλήρωση του γεύματος μας, η νύχτα έχει απλώσει τα δίχτυα της στο ορεινό χωριό, τα φώτα της ferme auberge όλα αναμένα στολίζουν τον λαμπερό ουρανό (το φεγγάρι του Αυγούστου είναι ακόμη εδώ), οι παρέες γάλλων κυρίως τουριστών γελαστές τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, τραβούν λίγες ακόμη φωτογραφίες, συζητούν. Ο περήφανος ιδιοκτήτης-αγρότης-εστιάτορας-επιχειρηματίας, κοτσονάτος γάλλος με ψαρά μαλλιά και αθλητικό παράστημα, περνάει ένα γύρω στα τραπέζια, με ένα κρασάκι στο χέρι και συζητά, εμφανώς χαλαρός, ο σκοπός του έχει πετύχει και με το παραπάνω για απόψε.
Σερβίρεται και το τελευταίο πιάτο, επιδόρπιο flan με κάστανο και φρέσκο σορμπέ ραδάκινο. Η ιστορία της Κορσικής δεν θα ήταν η ίδια χωρίς τις καστανιές. Για πολλά χρόνια οι κάτοικοι εμπορεύονταν τόνους από τους καρπούς αυτόυς τονώνοντας έτσι την οικονομία του τόπου τους. Οι καστανιές βρίσκονται βαθιά μέσα στην τροφική αλυσίδα μέχρι και τις μέρες μας, αποτελώντας τη βασική τροφή τόσο για την εκτροφή των ζώων, όσο και για κάθε βασικό είδος τροφής με βάση το αλεύρι από κάστανο, αλλά και ποτού, με γνωστότερη την τοπική μπύρα pietra και πολλά πολλά άλλα.
Το γλυκό που λιώνει στο στόμα μου, θυμίζει κάτι από creme broule και κέικ, αν γίνεται να υπάρχει χρυσή τομή ανάμεσα στα δύο. Η έκσταση όμως έρχεται με το σορμπέ! Υπόσχομαι στον εαυτό μου να μάθω τη συνταγή να φτιάξω οπωσδήποτε φρέσκο σορμπέ στο σπίτι με την πρώτη ευκαιρία! Έχω κυριολεκτικά γοητευθεί!
Ο γλυκύτατος σερβιτόρος (είναι post από μόνος του) μικρός, χαριτωμένος, ευγενικός, εγγονός του ιδιοκτήτη, και σβέλτος μαζεύει για πολλοστή φορά τα πιάτα μας και ρωτάει αν επιθυμούμε καφέ. «Un cafe pour la madame».
Έχουμε περάσει πιά 3 αξέχαστες ώρες εδώ…. ώρα να κατηφορίσουμε πίσω στην παραλία και το village.